Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΣ


Όλοι ξέρουμε, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι η φιλελευθεροποίηση αυξάνει τις θέσεις εργασίας. Aυτό είναι μία πραγματικότητα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Πραγματικά! Αν δεν υπήρχε ο φιλελευθερισμός, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν θα ήξεραν τι να γράψουν. Αν δεν φτιαχνόταν η καρικατούρα αυτής της ιδεολογίας, δεν θα μπορούσαν να εξηγήσουν όλα τα
δεινά του κόσμου. Διάβαζα πριν μερικές μέρες σε έγκριτη εφημερίδα ότι για τις κακές υπηρεσίες των ΚΤΕΛ φταίει το γεγονός ότι δεν άνοιξε η αγορά στον ανταγωνισμό. Σωστό! Αλλά ποιος φταίει που δεν άνοιξε η αγορά στον ανταγωνισμό; «Σε αυτές τις περιπτώσεις
αποκαλύπτεται και η μεγάλη λαθροχειρία που έκαναν οι αντιλήψεις και οι φορείς του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Διότι, ενώ από τη μία πλευρά ταύτι-
ζαν την απελευθέρωση των αγορών με τις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση της παρουσίας του Δημοσίου, από την άλλη διαπλέκονταν με το ίδιο το κράτος και επιζητούσαν την ανοχή του για να συντηρήσουν κλειστές και προστατευμένες από τον ανταγωνισμό τις δικές τους ιδιωτικές αγορές (Η Καθημερινή, 26.5.2009). Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Το έχω γράψει και στο παρελθόν: Για τα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ο φιλελευθερισμός είναι κάτι
σαν την Τουρκοκρατία, με μόνη διαφορά ότι η τελευταία υπήρξε. Φταίει για όλα. Σε μια χώρα που στενάζει κάτω από το βάρος του κράτους, που οι πολίτες βλέπουν την αποτυχία του παντού, οι ταγοί της είναι απασχολημένοι να μας προειδοποιούν για τα δεινά της αγοράς.
Έτσι, αν μεταναστεύσει μία ιδιωτική επιχείρηση; Ο νεοφιλελευθερισμός φταίει. Χρεοκοπεί η κρατική Ολυμπιακή; Πάλι ο νεοφιλελευθερισμός φταίει. Καταρρέει το κρατικό σύστημα ασφάλισης; Μαντέψτε ποιος φταίει. Κλέβουν οι ιδιωτικές τράπεζες; Η αγορά φταίει. Κλέβουν (κιέκλεβαν πολλά περισσότερα στο παρελθόν) οι κρατικές; Πάλι η αγορά φταίει. Δεν μπορεί το κράτος να ελέγξει, όπως έχει αρμοδιότητα από το Σύνταγμα, το τηλεοπτικά μεταδιδόμενο προϊόν; Φυσικά ο ανταγωνισμός φταίει. Λαδώνονται στην κρατική Επιτροπή Ανταγωνισμού; Δεν έχουν φάρμακα και νοσηλευτές στακρατικά νοσοκομεία; Ε, είναι προφανές ποιος φταίει...
Σ’ αυτή τη χώρα που πνίγεται από τον κρατισμό όλοι ανησυχούν για τα δεινά του ανύπαρκτου νεοφιλελευθερισμού. Ενώ καταρρέει το ΙΚΑ, ανησυχούμε μην τυχόν και συζητηθεί το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Ενώ κάποτε ο ΟΤΕ έκανε δέκα χρόνια για να μας περάσει τηλέφωνο, εμείς ανησυχούσαμε για τις ζημιές στην εθνική άμυνα αν τυχόν έμπαιναν
ιδιώτες στην αγορά τηλεπικοινωνιών. Σε μια χώρα που η έστω μερική απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών δημιούργησε δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, ανησυχούμε για την
ανεργία που θα δημιουργήσει η απελευθέρωση άλλων τομέων της οικονομίας. Στην ίδια χώρα που παίρνουμε σκουπιδόχαρτα ως πτυχία, ανησυχούμε ότι στο μέλλον κάποια μη κρατικά
πανεπιστήμια μπορεί να παράγουν σκουπιδόχαρτα που θα τα βαφτίσουν πτυχία.
Αυτό τον παραλογισμό αναπαράγουν καθημερινά τα ελληνικά ΜΜΕ και φυσικό είναι να τον πιπιλίζουν όλοι. Τα ελληνικά ΜΜΕ πλημμυρίζουν από ένα μεταφυσικό κρατικισμό, επειδή διαλαλούν μονίμως το μύθο του επάρατου φιλελευθερισμού. Κι αυτό έχει γίνει επίσημη
δοξασία στη χώρα. Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ισχύει και για τους
δημοσιογράφους το «μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις» και κατ’ επέκταση τέτοια γράμματα θα διδάξεις. Ακόμη κι αν διάβαζαν, ακόμη κι αν ήθελαν να
μάθουν τι σημαίνει φιλελευθερισμός, νεοφιλελευθερισμός και όλα τ’ άλλα κακά, δεν θα μπορούσαν παρά μόνο αν ξενιτεύονταν ή έστωδιάβαζαν αγγλικά. Πριν 11 χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο στον Ελεύθερο Τύπο με τίτλο«Το ιδεολογικό κενό της κεντροδεξιάς στην Ελλάδα».1 Το παραθέτω, γιατί δυστυχώς ακόμη ισχύει: «Aν θέλει να δει κανείς τις ρίζες της κρίσης που βιώνει η κεντροδεξιά τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν έχει παρά να ψάξει στα... βιβλιοπωλεία. Εκεί μπορεί να βρει οποιονδήποτε τρίτης διαλογής μαρξιστή που κριτι-
κάρει ένα σχολιαστή του Λένιν, αλλά δεν θα βρει τον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. Θα βρει Σαμίρ Aμίν, αλλά δεν θα βρει να διαβάσει Φρίντριχ Χάγιεκ (πλην ενός που αξιώθη-
κε να βγάλει το 1981 το KΠEE, O δρόμος προς τη Δουλεία). Δεν θα βρει τα βιβλία του Τόμας Πέιν, ούτε τους Νομπελίστες Οικονομολόγουςτης Σχολής του Σικάγο. Ολόκληρες περιοχές της παγκόσμιας σκέψης είναι terra incognita για το ελληνικό κοινό. H έλλειψη βιβλιογραφίας συντηρητικών, φιλελεύθερων ή νεοφιλελεύθερων στοχαστών (είναι εκπληκτικό πόσο οξύμωρο ακούγεται στην ελληνική γλώσσα ο όρος, π.χ.,«συντηρητικός στοχαστής») αντανα-
κλά μία γενικότερη στάση της Κεντροδεξιάς απέναντι στον πολιτικό διάλογο και στο πολιτικό γίγνεσθαι. Έχει ιστορικές ρίζες και απτά πολιτικά αποτελέσματα. Το Κέντρο και η Δεξιά στην Ελλάδα, αφού κέρδισαν τον εμφύλιο, είχαν στα χέρια τους το κράτος, το οποίο χρησιμο-
ποίησαν όχι μόνο ως όχημα άσκησης της παντοκρατορίας τους, αλλά και ως μηχανισμό παραγωγής στελεχών. H Δεξιά στην Ελλάδα, όσο είχε το κράτος, δεν είχε κανένα λόγο να
ξοδευτεί σε ιδεολογικές αναζητήσεις. H πολιτική φιλοσοφία έγινε ένας προνομιακός χώρος για την παράνομη ή ημι-παράνομη Αριστερά. Τα κόμματά της δεν είχαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πέρα από εκείνο των ιδεών και δεν είχαν άλλο μηχανισμό παραγωγής στελεχών πέρα από τους μαζικούς χώρους και τις κομματικές διεργασίες – με όλες
φυσικά τις αγκυλώσεις της σταλινικής παράδοσης. O λόγος τους είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και πολιτική επεξεργασία. Όταν το 1981 κερδίζει το ΠAΣOK, η Δεξιά χάνει και το μηχανισμό παραγωγής στελεχών της και τον όποιο πολιτικό λόγο είχε – πολιτικός λόγος ο οποίος απέρρεε μόνο από τη διαχείριση του κράτους. Μην έχοντας ένα ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο
για να αρθρώσει νέα πολιτική πρόταση, αρχίζει να αναλώνεται σε ένα λόγο αντι-ΠAΣOK, ο οποίος φαίνεται ξεκάθαρα στην εκλογή Μητσοτάκη στην ηγεσία της N.Δ. H εκλογή
αυτή ήταν μια εντολή του κόμματος:«γεννηθήτω αντι-Aνδρέας». Το διάστημα αυτό βέβαια υπάρχουν κάποιες σποραδικές αναλαμπές ιδεολογικών αναζητήσεων, οι οποίες είναι
περισσότερο απόηχος της μεγάλης συντηρητικής επανάστασης που γίνεται στο εξωτερικό, παρά μία ανάγκη της εγχώριας κεντροδεξιάς να αρθρώσει εναλλακτικό λόγο. Οι
όποιες προσπάθειες του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης, του Ιδρύματος Friedrich Naumann, κ.ά., εντάχθηκαν στις πολιτικές διεργασίες της εποχής που είχαν ένα μόνο στόχο: την ανακατάληψη της εξουσίας. H έλλειψη αποσαφηνισμένης ιδεολογικής πρότα-
σης φάνηκε ανάγλυφα τη βραχεία περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη με τα αντιφατικά, πολλές φορές, κυβερνητικά μέτρα. Από την άλλη πλευρά όμως –και παρά την παντοδυναμία Παπανδρέου που πολλές φορές εκφραζόταν με σταλινικές πρακτικές– ο διάλογος συνεχίστηκε. Το φαινόμενο Σημίτη δεν ήταν προϊόν ενός τύπου που ξύπνησε ένα πρωί και είπε: «Ωραία, κλέβουμε τώρα τις ιδέες της Κεντροδεξιάς και συνεχίζουμε να κυβερνά-
με τον τόπο», αλλά ήταν προϊόν ενός διαλόγου που γινόταν (είτε μέσα, είτε έξω από το κόμμα) στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. H πολιτική απεχθάνεται το κενό: το ΠAΣOK δεν έκλεψε την ιδεολογία της Δεξιάς, απλώς κάλυψε τον κενό χώρο που η τελευταία άφησε, με
αποτέλεσμα να μεταφερθεί, εν μέρει εντός του ΠAΣOK, ο διάλογος που έπρεπε να γίνεται μεταξύ των δύο κομμάτων. Και σήμερα τι γίνεται; Δυστυχώς η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. H
Κεντροδεξιά δείχνει να μην θέλει να επενδύσει στο ιδεολογικό προφίλ που πρέπει να αποκτήσει. Αν θέλει να δει κάποιος το ιδεολογικό έλλειμμα που υπάρχει στην ελληνική
Κεντροδεξιά, δεν έχει παρά να κοιτάξει τα δύο τελευταία συνέδρια. Στο πρώτο απεπέμφθη μια σημαντική ιδεολογική και προνομιακή για την κεντροδεξιά τάση και στο δεύτερο ο
νέος αρχηγός εξελέγη την πρώτη μέρα χωρίς διάλογο, ως φορέας ενός ένδοξου ονόματος κι όχι ως εκπρόσωπος μιας ιδεολογικής τάσης που κυριάρχησε στον ενδοκομματικό διάλογο. Αυτό δεν έχει να κάνει με πρόσωπα, αλλά δείχνει πώς λειτουργεί η παράταξη. Έτσι, ενώ στο εξωτερικό (και ειδικά στις H.Π.A.) αναπτύσσεται ένας τεράστιος και γόνιμος διάλογος σε
όλο το πολιτικό φάσμα, η Κεντροδεξιά στην Ελλάδα σέρνεται από τις επιλογές της κεντροαριστεράς. Οι πολιτικές αναζητήσεις της N.Δ. περιορίζονται στο να επισημαίνουν
τα λάθη διαχείρισης που κάνει το κυβερνών κόμμα. Λειτουργεί ακόμη, περισσότερο ως αντι-Κεντροαριστερά, παρά ως Κεντροδεξιά. Το ιδεολογικό κενό που αφήνει αυτός ο χώρος στην Ελλάδα δεν είναι κακό μόνο για την παράταξη της Nέας Δημοκρατίας, αλλά και για
τη χώρα. O χωλός διάλογος σ’ αυτή την κοινωνία επιτρέπει κάθε είδους αγυρτείες και συνθηματολογίες, που δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των τεράστιων προβλη-
μάτων που έχουμε μπροστά μας». Φέτος ευτυχήσαμε να δούμε Το Σύνταγμα της Ελευθερίας, του Φρίντριχ Χάγιεκ στις προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων. Ήταν μία πραγματικά αξιέπαινη πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Είναι ένα τεράστιο βήμα μπροστά:τα παιδιά που είναι τώρα στα πανεπιστήμια θα έχουν κάτι να διαβάσουν, θα γονιμοποιηθεί το μυαλό τους και με άλλες ιδέες, κάποια από αυτά θα γίνουν δημοσιογράφοι ή γνωμηγέτες της επόμενης γενιάς. Δεν αρκεί, όμως, αυτό. Χρειάζονται
ακόμη περισσότερα βιβλία, αλλά κυρίως χρειάζεται να αρχίσει η συζήτηση στην Κεντροδεξιά.
Πάσχος Μανδραβέλης
Φιλελεύθερη Έμφαση

Δεν υπάρχουν σχόλια: