Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

ΕΥΜΕΝΗΣ ΚΑΡΔΙΑΝΟΣ - ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

1. Ο Ευμένης ο Καρδιανός, εξιστορεί ο Δούρις, καθώς ο πατέρας του ήταν αμαξάς, γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια, και ανατράφηκε χωρίς επιβολές όσον αφορά τα γράμματα και την παλαίστρα. Κι όταν ακόμη αυτός ήταν έφηβος , ο Φίλιππος πέρασε από την περιοχή και καθώς δεν είχε με τι να ασχοληθεί πήγε να παρακολουθήσει τα παλαίσματα των παιδιών και των εφήβων, όπου ο Ευμένης θριάμβευε και έτσι που τον είδε συνετό και γενναίο ο Φίλιππος, του έκανε εντύπωση γι’ αυτό και τον πήρε μαζί του. Φαίνονται όμως να μιλούν σωστά ότι περισσότερο λόγω της φιλοξενίας και της φιλίας του πατέρα του προς το Φίλιππο διαλέχτηκε ο Ευμένης. Μετά λοιπόν από το θάνατο εκείνου, καθώς δεν υστερούσε ούτε σε σύνεση ούτε σε εχεμύθεια απ’ αυτούς που περιστοίχιζαν τον Αλέξανδρο ονομάστηκε αρχιγραμματέας αλλά απολάμβανε τέτοια τιμή όπως ακριβώς και οι πιο στενοί φίλοι και συγγενείς, ώστε και στρατηγός απεστάλη στα μέρη της Ινδικής με δύναμη κάτω μόνο από τις δικές του διαταγές, και ανέλαβε την αρχηγία του ιππικού, όταν ο Περδίκκας, αφού πέθανε ο Ηφαιστίωνας, προήχθη στη θέση εκείνου. Γι’ αυτό και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου κάθε φορά που ο Νεοπτόλεμος, ο αρχιυπασπιστής, έλεγε ότι αυτός ακολουθούσε κρατώντας ασπίδα και λόγχη, ενώ ο Ευμένης έχοντας γραφίδα και τεφτέρια, γελούσαν οι Μακεδόνες παρόλο που γνώριζαν ότι ο Αλέξανδρος τον Ευμένη τον είχε τιμήσει και με άλλες ευεργεσίες αλλά και με τη συγγένεια λόγω των γάμων τους. Αφού δηλαδή με τη Βαρσίνη την κόρη του Αρταβάζου πρώτη στην Ασία σχετίστηκε ο Αλέξανδρος, από την οποία και απέκτησε γιο, τον Ηρακλέα, τις αδελφές της τη μια, την Απάμα, την πάντρεψε με τον Πτολεμαίο και την άλλη, τη Βαρσίνη με τον Ευμένη, όταν και τις άλλες Περσίδες μοίρασε και τις ταίριαξε με τους συντρόφους του.
2. Έπειτα, όταν ο Αλέξανδρος έστειλε το Νέαρχο με πλοία στην εξωτερική θάλασσα, ζητούσε χρήματα από τους συμμάχους. Γιατί δεν υπήρχαν στο βασιλικό ταμείο. Κι ενώ από τον Ευμένη ζητήθηκαν τριακόσια τάλαντα και καθώς αυτός έδωσε μόνο εκατό, λέγοντας ότι και αυτά τα μάζεψε μόλις και μετά βίας μέσω των επιτρόπων, ο Αλέξανδρος δεν τα δέχτηκε και διέταξε τους δούλους κρυφά να βάλουν φωτιά στη σκηνή του Ευμένη, με τη σκέψη ότι όπως θα μεταφέρονταν τα χρήματα θα αποδείκνυε καταφανώς ότι ψευδόταν. Πυρπολήθηκε λοιπόν η σκηνή και έγινε στάχτη, αλλά μετάνιωσε ο Αλέξανδρος, γιατί καταστράφηκαν τα συγγράμματα. Λοιπόν, το χρυσάφι και το ασήμι που αναμείχτηκε από τη φωτιά, βρέθηκε να ξεπερνά τα χίλια τάλαντα. Όμως δεν εισέπραξε τίποτα, αλλά και αφού έγραψε στους σατράπες και στους στρατηγούς από όλα τα μέρη να αποστείλουν αντίγραφα των συγγραμμάτων που κάηκαν, έδωσε εντολή στον Ευμένη να τα παραλάβει όλα.
3. Σαν πέθανε ο Αλέξανδρος και η φάλαγγα διασπάστηκε προς τους συντρόφους, ο Ευμένης από τη μια μεριά παρουσίαζε τον εαυτό του ευνοϊκά διακείμενο προς αυτούς, από την άλλη όμως στα επιχειρήματά του στάθηκε αμερόληπτος απέναντι και στους δύο ως μη εμπλεκόμενος, επειδή καθόλου δεν ταίριαζε σ’ αυτόν που ήταν ξένος να πολυχώνεται στις διαφορές των Μακεδόνων. Και ενώ οι άλλοι σύντροφοι τα μάζεψαν και έφυγαν από τη Βαβυλώνα, αυτός απέμεινε στην πόλη και καταλάγιαζε πολλούς από το πεζικό και τους καθιστούσε διαλλακτικότερους απέναντι στις διασπάσεις. Όταν λοιπόν οι στρατηγοί τα βρήκαν μεταξύ τους και αποκατέστησαν την τάξη ύστερα από τις πρώτες ταραχές, άρχισαν να μοιράζουν σατραπείες και στρατηγικά αξιώματα, ο Ευμένης παίρνει την Καππαδοκία και την Παφλαγονία και την περιοχή κάτω από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Τραπεζούντα, η οποία δεν κατεχόταν ακόμα από τους Μακεδόνες, καθώς βασιλιάς της ήταν ο Αριαράθης. Έτσι χρειάστηκε ο Λεοννάτος και ο Αντίγονος να δώσουν στον Ευμένη ένα καλό χέρι βοηθείας και να τον αναδείξουν σατράπη της χώρας.
Έτσι, αφού πιάστηκε αιχμάλωτος ο Αριαράθης και η χώρα υποδουλώθηκε, αναδείχτηκε σατράπης. Και παρέδωσε τη διαχείριση των πόλεων στους οικείους του και εγκατέστησε αρχηγούς φρουρών και όρισε όποιους ήθελε δικαστές και διοικητές, χωρίς σε τίποτε απ’ αυτά να απασχοληθεί ο Περδίκκας, αλλά ο ίδιος έφυγε μαζί του και τον υπηρετούσε, επειδή δεν ήθελε να αποχωριστεί από τους βασιλείς.
4. Παρόλα αυτά ο Περδίκκας έχοντας την πεποίθεση ότι με τις δικές του δυνάμεις θα προσαρτούσε όποια χώρα κι αν προσέβαλε και πιστεύοντας ότι η διοίκηση των μερών που άφηνε πίσω χρειαζόταν δραστήριο και πιστό φύλακα, μετέθεσε τον Ευμένη από την Κιλικία, κατ’ επίφαση για να πάει στη δικιά του σατραπεία, αλλά στην πραγματικότητα για να συγκρατήσει την όμορη Αρμενία που «συγυρίστηκε» από το χέρι του Νεοπτόλεμου. Αυτόν λοιπόν ο Ευμένης, αν και χαλασμένο εξαιτίας της αλαζονείας του και των κούφιων συλλογισμών του, προσπαθούσε να τον ανακόψει με τη συναναστροφή του. Αφού λοιπόν αυτός βρήκε τη φάλαγγα των Μακεδόνων σε έπαρση και ανυπάκουη, προετοίμαζε κάτι σαν αντίπαλη δύναμη ιππικού, για να της αντιπαρατάξει, από τη μια παρέχοντας απαλλαγή από τους φόρους και ατέλεια σε όσους από τους ντόπιους είχαν τη δυνατότητα να ιππεύουν και από την άλλη μοιράζοντας άλογα που είχε αγοράσει σε όσους από τους γύρω του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και παροτρύνοντας με φιλοτιμίες και δωρεές το ηθικό τους και ασκώντας τα σώματά τους με ασκήσεις και γυμνάσια. Επόμενο ήταν μερικοί από τους Μακεδόνες να τα χάσουν και άλλοι να αναθαρρήσουν, καθώς έβλεπαν ότι σε λίγο χρόνο συγκεντρώθηκαν γύρω του όχι λιγότεροι από έξι χιλιάδες τριακόσιοι ιππείς.
6. Διέδωσε τη φήμη ότι τάχα ο Νεοπτόλεμος πάλι επιτίθεται και ο Πίγρης έχοντας μαζί τους ιππείς και από Καππαδόκες και από Παφλαγόνες. Κι ενώ σκόπευε να αρχίσει την πορεία τη νύχτα, έπειτα, όταν αποκοιμήθηκε, είδε ένα αλλόκοτο όνειρο. Του φάνηκε δηλαδή ότι είδε δύο Αλεξάνδρους να προετοιμάζονται να πολεμήσουν ο ένας τον άλλο, και ο καθένας τους ότι διοικούσε μια φάλαγγα. Έπειτα να έρχονται και να τους παραστέκονται τον έναν η Αθηνά και τον άλλο η Δήμητρα. Στη συνέχεια, αφού τελείωσε η σκληρή μάχη (είδε) ότι ηττήθηκε αυτός που ήταν με την Αθηνά, ενώ τον άλλον, που νίκησε, του έπλεκε στεφάνι η Δήμητρα από στάχυα που θέρισε.
Ως εκ τούτου έβγαζε το συμπέρασμα ότι το όνειρο ήταν ευνοϊκό γι’ αυτόν, που υπερασπιζόταν χώρα άριστη, η οποία τότε είχε τα στάχυα της φορτωμένα με πολύ και καλό καρπό. Όλη δηλαδή ήταν κατάσπαρτη και προέβαλε όψη που ταιριάζει στην ειρήνη και αγρούς με πλούσιους βλαστούς. Ακόμα περισσότερο πήρε τα πάνω του, όταν πληροφορήθηκε ότι το σύνθημα των εχθρών είναι Αθηνά και Αλέξανδρος. Έτσι και αυτός έδωσε σύνθημα Δήμητρα και Αλέξανδρος και προέτρεπε όλους να στολιστούν και να στεφανώσουν και τα όπλα τους παίρνοντας στάχυα. Και πολλές φορές, ενώ κινούσε να αναγγείλει και να πληροφορήσει τους αρχηγούς και τους στρατηγούς που παρατάσσονταν μαζί του, εναντίον ποιου επρόκειτο να γίνει μάχη και να μη το κρατήσει μόνος στο νου του ανέκφραστο, αποκρύβοντας και παρασιωπώντας κάτι το τόσο σοβαρό, όμως παρέμεινε σταθερός στους συλλογισμούς του και ενεχειρίσε τον κίνδυνο μόνο στη σκέψη του.
Όταν αντιλήφθηκε το ψυχομαχητό του Κρατερού, κάλπασε προς αυτόν και, καθώς τον είδε ακόμα να αναπνέει, έχοντας τις αισθήσεις του, ξεπέζεψε και δάκρυσε. Ταυτόχρονα άπλωσε το δεξί του χέρι, πολλές κατάρες ρίχνοντας στο Νεοπτόλεμο και πολύ θρηνώντας για τη μοίρα εκείνου αλλά και για το δικό του στένεμα των επιλογών, που τον οδήγησε να πάθει αυτά από πρόσωπο φιλικό και οικείο ή να κάνει τα ίδια εναντίον του.
8. Αυτή τη νίκη τη νίκησε ο Ευμένης σχεδόν δέκα ημέρες μετά την προηγούμενη. Και υψώθηκε από τη δόξα, ώστε έγινε σπουδαίος απ’ αυτήν, αφού άλλα τα κατόρθωσε με τη σοφία του και άλλα με την ανδρεία του. Εύλογα λοιπόν κίνησε πολύ φθόνο και μίσος από τη μεριά των συμμάχων και των εχθρών, καθώς αυτός ,ένας εισβολέας άνδρας και ξένος, με όπλα και βοήθεια των Μακεδόνων σκότωσε τον πρώτο ανάμεσα τους και τον πιο πεπειραμένο. Αλλά, αν προλάβαινε ο Περδίκκας να μάθει το θάνατο του Κρατερού, δε θα πρώτευε άλλος από τους Μακεδόνες. Τώρα όμως που πέθανε ο Περδίκκας σε μια εξέγερση στην Αίγυπτο, δύο ημέρες πρωτύτερα, έφτασε ο λόγος για τη μάχη στο στρατόπεδο και, σύμφωνα με την οργή τους, αμέσως οι Μακεδόνες θάνατο αποφάσισαν για τον Ευμένη. Αναδείχτηκαν ο Αντίγονος και ο Αντίπατρος στρατηγοί στον πόλεμο εναντίον του.
Μετά από αυτό πάλι ο Ευμένης ήταν αρεστός. Και όταν κάποτε κυκλοφόρησαν στο στρατόπεδο γράμματα που τα έριξαν σε πολλές μεριές οι αρχηγοί των εχθρών, δίνοντας εκατό τάλαντα και τιμές σε όποιον θα σκότωνε τον Ευμένη, τους Μακεδόνες τους ανάψανε τα αίματα και έβγαλαν απόφαση να τον φυλάνε με βάρδιες χίλιοι από τους αξιωματικούς, που θα ήταν γύρω του πάντοτε οπλισμένοι και που θα διανυκτέρευαν κοντά του. Οι αξιωματικοί λοιπόν υπάκουσαν και χαίρονταν να δέχονται τιμές απ’ αυτόν τέτοιες που απολαμβάνουν από τους βασιλείς οι φίλοι τους. Είχε δηλαδή ο Ευμένης τη δυνατότητα και σκούφους πορφυρούς και χλαμύδες να μοιράζει, που είναι για τους Μακεδόνες δωρεά από τις πιο βασιλικές.
10. Απόρησαν αυτοί που βρίσκονταν εκεί για το φρόνημα και την ανδρεία του και τον θαύμαζαν. Παράλληλα πολλοί από τους Μακεδόνες έτρεχαν ποθώντας να δουν ποιος είναι αυτός ο Ευμένης. Γιατί για κανέναν άλλο δεν είχε γίνει τόσο μεγάλος λόγος στο στράτευμα μετά το θάνατο του Κρατερού. Έτσι φοβήθηκε ο Αντίγονος που είχε έγνοια γι’ αυτόν, μήπως υποστεί τίποτε βιαιοπραγίες, πρώτα απαγορεύοντας με φωνές να μη τον πλησιάζουν και με πέτρες χτυπούσε αυτούς που το τολμούσαν, στο τέλος όμως με τα χέρια του σκέπασε τον Ευμένη και διώχνοντας τον όχλο με τους δορυφόρους μετά βίας και τον μετέφερε σε τόπο ασφαλή.
Από εκεί ο Αντίγονος, αφού έχτισε τείχος γύρω από τα Νώρα και αφού εγκατέστησε επιφυλακή, έφυγε. Ο Ευμένης λοιπόν που πολιορκούνταν οχυρώθηκε στο χωριό που είχε σιτάρι και νερό άφθονο και αλάτι αλλά και τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτά φαγώσιμο, ούτε προσφάι στο ψωμί. Απ’ αυτά όμως που βρίσκονταν καθιστούσε ευχάριστη τη διατροφή. Έπαιξε το ρόλο του το ότι τους προσκαλούσε όλους στο δικό του το τραπέζι, και κοσμούσε το συσσίτιο με συναναστροφή χαριτωμένη και ευγενική. Αλλά και στην όψη ήταν μειλίχιος και δεν έμοιαζε με άνθρωπο στρατιωτικό και εκτραχυμένο από τα όπλα αλλά ήταν ευχάριστος και ζωηρός και όλο του το σώμα ήταν συναρμοσμένο, θα έλεγες από τεχνίτη, και τα μέλη του είχαν θαυμαστή, τέλεια αρμονία μεταξύ τους. Ως ρήτορας δεν ήταν δεινός, μιλούσε όμως πειστικά και πιθανά, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τις επιστολές. Επειδή όμως αυτούς που πολιορκούνταν μαζί του πάνω από όλα τους έβλαπτε η έλλειψη του χώρου, καθώς ζούσαν σε σπίτια μικρά και σε τόπο που είχε περίμετρο δύο στάδια, από τη μια μεριά παίρνοντας φαγητό χωρίς να γυμνάζονται και τρέφοντας τα άλογα τους άπρακτα, θέλοντας να τους απαλλάξει όχι μόνο από την ανία τους που μαραίνονταν από την απραξία αλλά ακόμα και σε έξοδο, αν ερχόταν η ώρα, να τους έχει οπωσδήποτε γυμνασμένους, όρισε από τη μια πλευρά για τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν για περπάτημα το πιο μεγάλο σπίτι στο χωριό, που είχε μήκος δεκατέσσερις πήχεις, προτρέποντας λίγο να εντείνουν την κίνησή τους. Από την άλλη για τα άλογα, αφού το καθένα τους το έζωσε από κάτω με λουριά μεγάλα στα μέρη γύρω από τον αυχένα και το μετεώρισε έτσι δεμένο από την οροφή και το σήκωσε με τροχαλίες, ώστε να στηρίζεται με τα πίσω πόδια στη γη και με τα μπροστινά ίσα ίσα να αγγίζει τη γη με τα ακρώνυχά του. Έτσι λοιπόν, όπως ήταν κρεμασμένα τα άλογα οι ιπποκόμοι που στέκονταν δίπλα μαζί με κραυγές και μαστίγια τα εξερέθιζαν. Αυτά ,καθώς γέμιζαν από θυμό και οργή πηδούσαν με τα πίσω πόδια και σκιρτούσαν τα μέλη τους, και όπως ήθελαν να στηριχθούν στα πόδια που έμεναν στον αέρα,χτυπώντας το έδαφος, όλο τους το σώμα τεντωνόταν και έριξαν πολύ ιδρώτα και φρούμασμα. Έτσι γυμνάζονταν και στην ταχύτητα και στη δύναμη σωστά. Τέλος τα τάιζαν κριθάρι αλεσμένο, για να είναι γρηγορότερα εύπεπτο και για καλύτερη απέκκριση.
Σ’ αυτούς που ήταν ανίκανοι λόγω του φιλόπρωτου και λόγω της αρχομανίας είτε να καθοδηγούν είτε να άρχονται μεταχειρίστηκε την δεισιδαιμονία.
Είπε δηλαδή ότι ο Αλέξανδρος του φανερώθηκε, όταν κοιμόταν, και του έδειξε κάποια σκηνή βασιλικά στολισμένη και ένα θρόνο που βρισκόταν μέσα σ’ αυτή.
Έπειτα ότι του είπε ότι, όταν εκείνοι εδώ θα συνεδριάζουν και θα συναλλάσσονται αυτός θα παραβρίσκεται και θα προσυπογράφει κάθε απόφαση και πράξη, αν εξουσιάζονταν απ’ αυτόν. Με αυτά εύκολα έπεισε τον Αντιγένη και τον Τεύταμο, αφού ούτε εκείνοι ήθελαν να πηγαίνουν σ’ αυτόν αλλά και ο ίδιος αξίωνε να μη τον δουν να χτυπά ξένες πόρτες. Έτσι λοιπόν, αφού έστησαν σκηνή βασιλική και θρόνο, που εφημολογούταν ότι ήταν του Αλεξάνδρου, εκεί συγκεντρώνονταν για να συσκεφτούν για τις πιο σπουδαίες υποθέσεις.
13. Όταν αντιλήφθηκε λοιπόν ο Ευμένης ότι ο ένας καταφρονεί τον άλλο, ενώ αυτόν και τον φοβούνταν και παραφύλαγαν να τον βγάλουν από τη μέση, σαν έφτανε ο καιρός, προφασίστηκε ότι χρειάζεται χρήματα και δανείστηκε πολλά τάλαντα απ’ αυτούς που τον μισούσαν πάρα πολύ, για να τον έχουν ως εγγυητή για την επιστροφή των χρημάτων τους και να παραμερίσουν τα εγκληματικά τους σχέδια με την αγωνία για τα δάνεια. Επομένως συνέβη το παράδοξο τον πλούτο να τον έχει αυτός για σωματοφύλακα και οι άλλοι να του τον δίνουν για να σωθεί και μόνο εκείνος να αποκτά ασφάλεια παίρνοντας χρήματα.
Καθώς λοιπόν συγκεντρώθηκε σ’ αυτό το σημείο το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης εθαύμαζε τη σύνεσή του και πρόσταζε μόνο αυτός να κυβερνά. Εξαιτίας όμως αυτού στενοχωρήθηκαν και τον φθόνησαν οι αρχηγοί των αργυρασπίδων, ο Αντιγένης και ο Τεύταμος και τον επιβουλεύονταν. Ακολούθως, αφού μάζεψαν τους περισσότερους από τους σατράπες και τους στρατηγούς σχεδίαζαν πότε και πώς θα σκότωναν τον Ευμένη. Συναποφασίστηκε από όλους να τον χρησιμοποιήσουν στη μάχη και μετά τη μάχη αμέσως να τον σκοτώσουν. Όμως ο Εύδαμος, που ήταν αρχηγός των ελεφάντων και ο Φαίδιμος τα ανακοίνωσαν κρυφά στον Ευμένη τα αποφασισμένα, όχι γιατί ήθελαν να αποσπάσουν την εύνοιά του ή την ευγνωμοσύνη του, αλλά γιατί φοβήθηκαν μη χάσουν τα χρήματά τους, που του είχαν δανείσει. Παρόλα αυτά ο Ευμένης από τη μια τους επαίνεσε αυτούς, και, σαν μπήκε στη σκηνή του, είπε στους φίλους του ότι ζούσε μέσα σε ένα πανηγύρι θηρίων. Έγραψε τη διαθήκη του και έσκισε και κατέστρεψε τις επιστολές του, καθώς δεν ήθελε να σηκωθούν κατηγορίες και συκοφαντίες για τους αλληλογράφους του από τα απόρρητα έγγραφα. Αφού τα κανόνισε αυτά σκεπτόταν να παραδώσει νίκη στους αντιπάλους ή να ξεφύγει μέσω Μηδίας και Αρμενίας και να πάει στην Καππαδοκία. Καθώς τίποτε δεν αποφάσιζε, όσο βρίσκονταν εκεί οι φίλοι του αλλά η σκέψη του έπαιρνε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, αφού τώρα παιζόταν η ζωή του, παρέταξε τη δύναμή του, παροτρύνοντας από τη μια τους Έλληνες και τους βαρβάρους και από την άλλη ο ίδιος παροτρυνόμενος από τη φάλαγγα και τους αργυράσπιδες να αναθαρρήσει γιατί δε θα μπορούσαν να τους αντιταχθούν οι εχθροί. Και στ’ αλήθεια ήταν οι γηραιότεροι στρατιώτες που πολέμησαν με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, σαν ήρωες πολέμου, αήττητοι και ακατάβλητοι ως τότε, πολλοί μάλιστα είχαν πατήσει τα εβδομήντα και κανείς τους δεν ήταν νεότερος από τα εξήντα. Γι’ αυτό και όταν όρμηξαν εναντίον αυτών που βρίσκονταν στην παράταξη του Αντιγόνου τους φώναζαν «σφάλλετε απέναντι στους πατέρες σας, κακόφρονες» και έτσι όπως τους ρίχτηκαν με οργή συνέτριψαν τη φάλαγγα καθ’ ολοκληρίαν, κι ούτε ένας δεν αντιστάθηκε αλλά τους περισσότερους τους σφάξανε στο χέρι.
Σ’ αυτή τη μάχη λοιπόν ο Αντίγονος ηττήθηκε κατά κράτος, όμως επικράτησε με το ιππικό. Αφού ο Πευκέστης πολέμησε εντελώς αναδιοργάνωτα και χωρίς ηθικό, έπεσαν στα χέρια του Αντίγονου όλες οι αποσκευές, καθώς αυτός με καθαρό μυαλό εκμεταλλεύτηκε τον κίνδυνο, όμως τον βοήθησε και ο τόπος. Δηλαδή ήταν μια αχανής πεδιάδα, χωρίς βαλτώδες έδαφος ούτε απόκρημνο και σκληρό αλλά με άμμο γεμάτο στεγνή αλμύρα, που, αφού «χτενίστηκε» από την τρεχάλα τόσων πολλών αλόγων και ανθρώπων στη διάρκεια της μάχης, κονιορτοποιήθηκε, όπως ακριβώς ο ασβέστης και έτσι σηκώθηκε κουρνιαχτός και θόλωσε το πεδίο ορατότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εύκολα ξεγλιστρώντας κυρίευσε ο Αντίγονος τα πολεμοφόδια των εχθρών. Όταν σχόλασε η μάχη αμέσως αυτοί της παράταξης του Τεύταμου έστειλαν πρέσβεις να διαπραγματευτούν για τις αποσκευές. Ο Αντίγονος λοιπόν υποσχέθηκε και αυτές να τις επιστρέψει στους αργυράσπιδες και όσον αφορά και τις άλλες υποθέσεις να τους φερθεί φιλάνθρωπα, αν του παρέδιδαν τον Ευμένη. Τότε οι αργυράσπιδες βγάλαν τη φρικιαστική απόφαση να δώσουν ζωντανό τον άνδρα στους εχθρούς. Και ενώ στην αρχή υποκριτικά τον πλησίαζαν και τον παραφύλαγαν, άλλοι κλαίγοντας για τις αποσκευές, άλλοι τον συμβούλευαν να έχει θάρρος, γιατί είναι νικητής, άλλοι πάλι και κατηγορούσαν τους άλλους αρχηγούς. Έπειτα του χίμηξαν, αφαιρώντας του το εγχειρίδιο, δένοντάς του με λουριά τα χέρια πίσω από την πλάτη. Όταν λοιπόν στάλθηκε ο Νικάνορας από τον Αντίγονο για να τον παραλάβει, καθώς σερνόταν ανάμεσα από τους Μακεδόνες, παρακαλούσε να τον αφήσουν να μιλήσει, όχι για να τους ικετεύσει ή να τους αλλάξει γνώμη αλλά για να τους συμβουλέψει για τα συμφέροντά τους.
Έτσι έγινε σιωπή και ανέβηκε σε κάποιο ψηλό μέρος, δείχνοντας τα δεμένα χέρια του. Είπε:«Αθλιότατοι από τους Μακεδόνες, ποιο έμβλημα νίκης ο Αντίγονος θα ήθελε να υψώσει απέναντί σας; Αυτόν που σεις από μόνοι σας, καθαιρώντας τον στρατηγό σας, τον εκδίδετε αιχμάλωτο. Άραγε δεν είναι παράδοξο, ενώ εσείς νικήσατε, να πραγματεύεστε την ήττα σας λόγω των αποσκευών; Λοιπόν εγώ ανίκητος σέρνομαι, νικώντας τους εχθρούς, σκοτωμένος από τους συμμάχους. Για το όνομα του στρατηλάτη Δία και των θεών, προστατών των όρκων, εδώ εσείς οι ίδιοι θανατώστε με. Ούτως ή άλλως και εκεί να πεθάνω δικό σας έργο θα είναι. Καμιά κατηγορία δε θα βρει ο Αντίγονος. Τον Ευμένη τον θέλει νεκρό κι όχι ζωντανό. Αν δε θέλετε να μολύνετε τα χέρια σας, φτάνει ένα από τα χέρια μου, αν λυθεί να πράξει το έργο. Αν πάλι δε μου εμπιστεύεστε το ξίφος, ρίξτε με στα θηρία έτσι δεμένο. Και αυτά, αν πράξετε εσείς, σας απαλλάσσω από τις Ερινύες, ως άντρες που φάνηκαν απέναντι στο στρατηγό τους τιμιότατοι και δικαιότατοι». Έτσι σα μίλησε ο Ευμένης η υπόλοιπη δύναμη καταστενοχωρήθηκε και οδύρετο. Όμως οι αργυράσπιδες κραύγαζαν να τον παραδώσουν και να μη δίνουν σημασία σ’ αυτόν που φλυαρεί. Δεν είναι και μεγάλο πράγμα αν ένας συφοριασμένος Χερσονησίτης θα κακοπάθει, αυτός που σε χίλιους μύριους πολέμους καταπόνησε τους Μακεδόνες, αλλά είναι μεγάλο πράγμα αν οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, οι πιο δυνατοί, τόσο που κόπιασαν, στα γηρατειά τους να στερηθούν τα βραβεία τους και ψωμί να παίρνουν από άλλους και οι γυναίκες τους, τρεις νύχτες πάει που κοιμούνται μαζί με τους εχθρούς. Παράλληλα με σπουδή και βία τον έσερναν.
Ο Αντίγονος, καθώς φοβήθηκε τον όχλο (ούτε ένας δεν παρέμεινε στο στρατόπεδο) έστειλε δέκα από τους πιο ρωμαλέους ελέφαντες και πυκνή παράταξη από Μήδους και Παρθυαίους που βαστούσαν λόγχες, για να αποκρούσουν το πλήθος. Έπειτα ο ίδιος όμως δεν άντεξε να αντικρίσει τον Ευμένη, λόγω της παλιάς φιλίας και οικειότητας κι όταν τον ρώτησαν αυτοί που παρέλαβαν τον Ευμένη με ποιο τρόπο να του φυλακίσουν το σώμα αυτός απάντησε «έτσι όπως έναν ελέφαντα ή ένα λιοντάρι». Μετά από λίγο ο Ευμένης έγινε συμπαθής και διέταξε ο Αντίγονος να του αφαιρέσουν τα πιο ενοχλητικά δεσμά και να του επιτρέπεται να δέχεται και δούλο του οικείο, για να τον περιποιείται, και έδωσε άδεια σ’ όποιον από τους φίλους του ήθελε να περνά τη μέρα του μαζί του και να του μεταφέρει τα χρειαζούμενα. Και όπως σκεπτόταν τι να κάνει με αυτόν, τις περισσότερες μέρες δεχόταν τους συλλογισμούς και τις εισηγήσεις και του Νεάρχου του Κρητικού και του γιου του του Δημητρίου που φιλοτιμούνταν να σώσουν τον Ευμένη. Όλοι οι άλλοι όμως προέβαλλαν ενστάσεις και συμβούλευαν να τον σκοτώσουν. Φημολογείται ότι ο Ευμένης ρώτησε το φύλακά του, τον Ονόμαρχο για ποιο λόγο ο Αντίγονος ενώ συνέλαβε ανδράποδο άνθρωπο εχθρικό, ούτε γρήγορα τον αποτελειώνει ούτε ευγενικά τον αποφυλακίζει. Ο Ονόμαρχος του μίλησε υβριστικά ότι όχι τώρα αλλά στον καιρό της μάχης έπρεπε να δείχνει άφοβος στο θάνατο και ο Ευμένης απάντησε :«Ναι μα το Δία και τότε άφοβος ήμουν. Ρώτα αυτούς που ήρθαν στα χέρια μαζί μου αλλά δε γνωρίζω να συνέτυχα κανένα πιο ρωμαλέο. Και ο Ονόμαρχος απάντησε:«λοιπόν τώρα που βρήκες πιο δυνατό, γιατί δεν περιμένεις εκείνου την κατάλληλη στιγμή;».
Όταν πια αποφάσισε ο Αντίγονος να σκοτώσει τον Ευμένη, πρόσταξε να μη του δίνουν φαγητό. Και δύο τρεις μέρες χωρίς τροφή έτσι οδηγούταν στο θάνατο. Όταν ξαφνικά έτυχε να γίνει πορεία, στείλανε άνθρωπο και τον σφάξαν. Ο Αντίγονος το σώμα το παρέδωσε στους φίλους του και επέτρεψε να το κάψουν, να μαζέψουν την τέφρα του και να την τοποθετήσουν σε ασημένια υδρία, για να τα αποδώσουν στη γυναίκα του και στα παιδιά του.
Έτσι πέθανε ο Ευμένης, αλλά ο θεός έδωσε να μη τιμωρηθούν από κάποιον άλλο αυτοί που τον πρόδωσαν, μα ο ίδιος ο Αντίγονος, επειδή θεώρησε ασεβείς και τερατώδεις τους αργυράσπιδες τους παρέδωσε στο Σιβύρτιο που διοικούσε την Αραχωσία, διατάζοντας να τους συντρίψει με κάθε τρόπο και να τους εξοντώσει, ώστε μήτε ένας απ’ αυτούς να επιστρέψει στη Μακεδονία μήτε και να ξαναδεί τη θάλασσα την Ελληνική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: