Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ - ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Πώς σείστηκε το δάφνινο κλωνάρι του Απόλλωνα,
πώς και όλο το ιερό. Μακριά, μακριά όποιος είναι ανόσιος
και να τώρα ο Φοίβος χτυπά με το πόδι το δεξί τα θυρόφυλλα,
δεν βλέπεις; Ξαφνικά νεύμα γλυκό έκανε ο Φοίνικας της Δήλου

και ο κύκνος ευοίωνα στον αέρα τραγουδά.
μόνα σας τα αγκωνάρια των πυλών, μόνες σας οι σύρτες τραβηχτείτε. Γιατί πια ο θεός δεν είναι μακριά.
Στρωθείτε και οι νέοι στο τραγούδι και στο χορό,
Ο Απόλλων δε φανερώνεται στον τυχόντα, αλλά σε όποιον όσιος είναι

Και όποιος τον δει, σεβάσμιος αυτός και όποιος δεν τον είδε ανόσιος εκείνος
Θα σε αντικρίσουμε, μακροσαγιτάρη, και ποτέ δε θα είμαστε ανόσιοι,
Τώρα που είναι ανάμεσα μας ο Φοίβος, τα παλικάρια μήτε να κρατούν σιωπηλή την κιθάρα, μήτε τα πόδια τους να μην αντιβροντούν , αν είναι γάμο να κάνουν και τη χαίτη να κουρέψουν

Και να στεριώσουν το τείχος πάνω σε παμπάλαια θεμέλια
Χάρηκα τα παλικάρια, γιατί η λύρα πια έπιασε δουλειά.
Ησυχάστε να ακούσετε το τραγούδι του Απόλλωνα, και ο πόντος ησυχάζει, σαν οι τραγουδάρηδες γρικήσουν για την κιθάρα για τα τόξα, όπλα του Λυκώρεος Φοίβου.

Ούτε και η Θέτιδα οδύρεται για τον Αχιλλέα, μαύρη μητέρα,
Όποτε τον παιάνα, τον παιάνα ακούσει
Ακόμα και ο βράχος, ο δακρυολουσμένος, αναβάλλει τα πάθη του, αυτό το λιθάρι το νοτισμένο, που ρίζωσε στη Φρυγία, μάρμαρο αντί για γυναίκα σαν κάτι θλιβερό να θέλει να πει

Αϊέ, αϊέ αχολογήστε: κακό πράμα να τα βάζεις με τους μάκαρες θεούς.
Όποιους τους μάκαρες αντιμάχεται, το δικό μου το βασιλιά πολεμά,
Και όποιος το δικό μου το βασιλιά πολεμά, και τον Απόλλωνα μαζί,

Το χορό ο Απόλλων, γιατί κατά το πώς του αρέσει τραγουδά, θα τον τιμήσει.
Του είναι μπορετό, γιατί δεξιά από το Δία κάθεται.
Ούτε και ο χορός το Φοίβο μόνο μια μέρα θα τον τραγουδήσει. Καλά μπορεί να υμνηθεί αυτός. Μα και ποιος δεν μπορεί να υμνήσει το Φοίβο εύκολα; Μαλαματένια του Απόλλωνα και το ντύμα και οι πιάστρες του χιτώνα. Και οι σαγίτες από τη Λυκία και η φαρέτρα χρυσή και τα πέδιλα. Μέσα στο χρυσάφι ο Απόλλωνας

και με τη μεγαλύτερη προίκα. Βγάλε συμπέρασμα από τους Δελφούς. Και έτσι πάντα ωραίος είναι και πάντα νέος. Ποτέ τα τρυφερά του μάγουλα δεν τα σκέπασε ούτε χνούδι και τα σγουρά του στάζουν στο χώμα ευώδη έλαια, και ούτε πέφτει από τα μαλλιά του λίπος,

μα η ίδια η γιατρειά. Σ’ όποιο μέρος στην πόλη χάμω σταγόνες πέσουν, τα πάντα γιατρεύονται. Στην τέχνη τόσο επιδέξιος δεν υπάρχει άλλος σαν τον Απόλλωνα. Κείνος έλαχε να γίνει τοξότης, άλλος αοιδός
Μα μόνο στο Φοίβο του δόθηκαν χάρισμα και το τόξο και το τραγούδι

Εκείνου τα κότσια και τα μαντέματα, και από το Φοίβο δασκαλεύτηκαν οι γιατροί και βρήκαν αναβολή στο θάνατο. Το Φοίβο και ποιμένα θα τον φωνάξουμε ακόμα, από τότε που στον Άμφρυσσο βοσκούσε άλογα για το ζυγό, καθώς έλιωνε απ’ τον Έρωτα του ισόθεου Άδμητου.

Και τα βοσκήματα των βοδιών θα αβγατίσουνε, κι ούτε και οι αίγες θα ζητούν τα μικρά τους μα θα ‘χουν να θηλάζουν. Σ’ όλα τα βοσκαρούδια ο Απόλλων έριξε το βλέμμα του, και οι προβατίνες δίχως άρμεγμα δε θα ‘ναι, μα όλες θα ζεσταίνουν από κάτω ένα αρνάκι
Και αυτή που τη χρονιά ένα μικρό μόνο γεννά ευθύς και δύο θα γεννήσει.

Στο Φοίβο τα θάρρητά τους έχοντας, οι άνθρωποι σχεδιάσανε πόλεις. Πάντοτε ο Φοίβος αγαπά να κτίζονται πόλεις, και ο ίδιος ξομπλιάζει τα θεμέλια.
Και τα πρώτα τα θεμέλια τα στέριωσε σαν ήταν τεσσάρων χρονών στην όμορφη την Ορτυγία κοντά στην ολοστρόγγυλη λίμνη

Η Άρτεμις αδιάκοπα στάβλιζε για να πιάσει κεφάλια από Κυνθιάδες αίγες
Και ο Απόλλων κεντούσε το βωμό
Και έπειξε τα θεμέλια με κέρατα, στέριωσε και το βωμό από κέρατα και γύρω κεράτινους σήκωσε τοίχους
Έτσι έμαθε να ορθώνει τα πρώτα θεμέλια ο Φοίβος

Ο Φοίβος έβαλε στο νου του Βάττου και τη δικιά μου πόλη, και καλός οιωνός οδηγούσε το λαό που έμπαινε στη Λιβύη να κατοικήσει
Και όρκο πήρε και τείχη να δώσει στους δικούς μας βασιλιάδες. Πάντα κρατά το λόγο του ο Απόλλωνας
Απόλλωνα, πολλοί σε ονοματίζουν και Βοηδρομίωνα

Πολλοί και Κλάριον, σίγουρα έχεις πολλά ονόματα,
Όμως εγώ Κάρνειο σε κράζω. Έτσι σε λέγαν οι πατέρες μου.
Το πρώτο πόλισμα που στέριωσες η Σπάρτη, δεύτερη πάλι η Θήρα, τρίτο λοιπόν η πόλη της Κυρήνης

Και από τη Σπάρτη η έκτη γενιά του Οιδίποδα σε πήγε στην Θήρα για αποικία, και από τη Θήρα ο συφοριασμένος ο Αριστοτέλης σε έστησε δίπλα στην Ασβυστίδα γη, σου έχτισε το πιο ωραίο ανάκτορο, και στην πόλη θέσπισε γιορτή κάθε χρόνο, όπου πολλοί ταύροι για τελευταία φορά χαμηλώνουν το σβέρκο τους, βασιλιά (μου).

Αϊέ, αϊέ πανόσιε Κάρνειε, οι βωμοί σου τόσα ανθη πολύχρωμα φορτώνονται στην άνοιξη, όσα οι Ώρες σωριάζουν, σαν ο Ζέφυρος πνέει τη δροσιά του
Και το χειμώνα (φορτώνονται) γλυκό κρόκο. Και πάντα καίει άσβεστη η φλόγα. Και χθεσινή ανθρακιά δε χωνεύεται στη στάχτη

Στα αλήθεια χάρηκε πολύ ο Φοίβος, όταν οι ζωσμένοι άντρες της Ενυούς, μπήκαν στο χορό με τις ξανθιές τις Λιβύες
Και φτάσαν οι γραμμένες Καρνειάδες ώρες γι’ αυτούς
Αλλά οι Δωριείς δεν μπορούσαν να φτάσουν στις πηγές της Κύρας, μα κατοικούσαν την Άζιλι γεμάτη πλούσια λιβάδια.

Μα ο βασιλιάς έριξε το βλέμμα πάνω τους, και στη δικιά του νύμφη φανερώθηκε σα στάθηκε πάνω στη Μυρτούσσα την απόκρημνη, όπου σαΐτεψε ο μεγαλόχαρος το λιοντάρι, φονιά των βοδιών του Ευρύπυλου
Από κείνο το χορό άλλο πιο θεοτικό δεν είδε ο Απόλλωνας
Και ούτε σ’ άλλη πόλη μοίρασε τόσες ευεργεσίες, όσες στην Κυρήνη,

Καθώς στο νου του είχε τη παλιά αρπαγή, μα ούτε και αυτοί οι Βαττιάδες τιμήσαν περισσότερο άλλο θεό από το Φοίβο.
Αϊέ, αϊέ, ακούμε τον παιάνα, γιατί πρώτο τον ύμνο αυτό βρήκε ο Δελφικός λαός, όταν αποκάλυψες πόσο μακριά ρίχνεις τα χρυσά σου βέλη

Καθώς κατηφόριζες στην Πυθώ σε συναπάντησε το δαιμονικό θηρίο, το φημισμένο φίδι. Αυτό λοιπόν συ το ξέκανες το ένα πάνω στ’ άλλο ρίχνοντας γρήγορα τα βέλη, και αναγάλλιασε ο λαός
Αϊέ, αϊέ, παιάνα, ρίξε το βέλος, δίκαιο τιμωρό η μητέρα σου σε γέννησε
Και από τότε πια σε υμνούν.

Κρυφά ο Φθόνος στου Απόλλωνα τα αυτιά το σφύριξε:
«δεν χαίρομαι τον ποιητή που δεν τραγουδά όσα και ο πόντος.»
Ο Απόλλωνας τον χτύπησε με το πόδι και έτσι μίλησε:
«Μέγα το ρεύμα του Ασσύριου ποταμού, αλλά όλες τις βρωμιές της γης και πολύ βούρκο σέρνει στα νερά του.
μα οι μέλισσες για τη Δήμητρα νερό δεν κουβαλούν από παντού
αλλά απ’ όπου αναβλύζει καθαρή και αμόλυντη βρυσούλα, μικρή σταγόνα κουβαλούν, εφτακάθαρο νερό.
Να ζήσεις βασιλιά. Και ο Μώμος, όπου ο Φθόνος, εκεί να κατοικεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: