Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Αίας(στη μάχη για το νεκρό Πάτροκλο):
"Πατέρα Δία, μα εσύ για βόηθα μας απ' την πυκνήν αντάρα
των Αχαιών τους γιους, ξαστέρωσε, δώσε να ιδούν τα μάτια,
και μες στο φως πια τότε χάλα μας, αφού το θέλεις τόσο!"

Αχιλλέας στη Θέτιδα(μετά το θάνατο του Πατρόκλου):
"Ευτύς να μέ 'βρει θέλω ο θάνατος, το φίλο να γλιτώσω
αφού δεν ήταν, σαν τον σκότωναν. Απ' την πατρίδα εχάθη
κείνος μακριά, και εγώ δε βρέθηκα σιμά να τον συντρέξω.
Μα τώρα, μια και στην πατρίδα μου πια δε διαγέρνω πίσω,
και μήτε έγινα φώς για τον Πάτροκλο ούτε για τους συντρόφους
τους άλλους, που απ' το θείο τον Έχτορα πολλοί στο χώμα επέσαν,
μόν' φόρτωμα της γης ανώφελο πλάι στα καράβια οκνεύω."

Αριστεία Διομήδη:
Τότε η Αθηνά στον πολεμόχαρο Διομήδη, του Τυδέα
το γιο, καρδιά και δύναμη έδωκε, μες στους Αργίτες όλους
να ξεχωρίσει και περίλαμπρο να γίνει τ' όνομά του.
Κι άναβε αδάμαστη απ' το κράνος του φωτιά κι απ' το σκουτάρι,
ίδια με τ' άστρο του χινοπώρου, λουσμένο από το ρέμα
του Ωκεανού ως προβάλλει ανάφεγγη φωτοβολή σκορπώντας.
Τέτοια η θεά απ' τους ώμους του άναβε κι απ' το κεφάλι φλόγα,
κι εκεί στη μέση, στο συντάραχο τον σπρώχνει του πολέμου.

Συνάντηση Έκτορα - Ανδρομάχης:
Ήρθε λοιπόν κι εστάθη αντίκρυ του, κι η βάγια από κοντά της
μες στην αγκάλη το απονήρευτο κρατώντας μωρουδάκι,
το γιο του Εκτόρου το μονάκριβο, πανώριο σαν αστέρι.
Σκαμάντριο το 'κραζε ο πατέρας του και Καστραφέντη ο κόσμος.
Τι ο Έχτορας ήταν που διαφέντευε το κάστρο μοναχός του.

Ο Πρίαμος βλέπει από το κάστρο της Τροίας τον Αχιλλέα:
Κι όπως στον κάμπο μέσα εχίμιζε, το μάτι πρώτα απ' όλους
του γέρο Πρίαμου τον αντίκρισε, να λάμπει σαν το αστέρι,
που αργά το καλοκαίρι ασκώνεται, και στην καρδιά της νύχτας
μέσα απ' τα πλήθια τ' άστρα η λάμψη του περίσσια ξεχωρίζει.
Το λένε και Σκυλί του Ωρίωνα, και πάνω απ' όλα τ' άλλα
λαμποκοπάει ψηλά, μα είναι άσκημο σημάδι, ως ξεπροβάλει,
τι φέρνει αλήθεια στους κακόμοιρους θνητούς περίσσιες θέρμες.
Όμοια ο χαλκός κι εκείνου, ως έτρεχε, λαμπύριζε στα στήθη.

Συνάντηση Έκτορα - Ανδρομάχης:
....Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοίγει στο γιο τα χέρια.
μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας
με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,
απ' το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ' τη φούντα
την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα
κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ' το κεφάλι βγάζει
το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο
Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια...

Ο Αχιλλέας τρομοκρατεί τους Τρώες:
Τότε ο Αχιλλέας ορθός πετάχτηκε. Στους στέριους του ώμους πάνω
ρίχνει η Αθηνά το βροντοσκούταρο το κροσσωτό, και γύρω
την κεφαλή η θεά η τρισεύγενη με νέφος στεφανώνει
ολόχρυσο, κι απάνω του άναβε φωτιά φλογολαμπούσα
Πώς από κάστρο ξεπετάγεται καπνός ψηλά στα ουράνια
μακριάθε από νησί, που το 'ζωσαν οχτροί και το χτυπούνε,
κι αυτοί όλη μέρα στήνουν πόλεμο σε λυσσασμένο αγώνα
πάνω απ' το κάστρο τους. Μα ως έγειρε κι εχάθη ο γήλιος, τότε
φωτιές ανάβουν ασταμάτητα κι η λάμψη ξεπετιέται
κι ανηφοράει ψηλά, οι γειτόνοι τους για να τη δουν τρρογύρα,
μπορεί να 'ρθουν με τα καράβια τους να τους γλιτώσουν. Όμοια
κι η λάμψη απ' του Αχιλλέα τινάζουνταν την κεφαλή στα αιθέρια.

Μετάφραση Καζαντζάκη - Κακριδή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: